βασιλισταί

βασιλισταί
βᾰσῐλ-ισταί, οἱ, guild of worshippers of Ptolemy Euergetes II, OGI130.6, IG12(3).443 ([place name] Thera).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βασιλισταί — βασιλισταί, οι (Α) [βασιλίζω] ομάδα στρατιωτών και λατρευτών του Πτολεμαίου Ευεργέτη …   Dictionary of Greek

  • φιλοβασιλιστής — ὁ, Α στον πληθ. οἱ φιλοβασιλισταί (στην Αίγυπτο) μέλη τής βασιλικής φρουράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βασιλισταί «ομάδα στρατιωτών και λατρευτών τού Πτολεμαίου Ευεργέτη» (< βασιλίζω «είμαι με το μέρος τού βασιλιά»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”